γαλεοειδης

γαλεοειδης
    γαλεοειδής
    γᾰλεο-ειδής
    2
    Arst. = γαλεώδης См. γαλεωδης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γαλεοειδης" в других словарях:

  • γαλεοειδής — γαλεοειδής, ές (Α) όμοιος με γαλέο …   Dictionary of Greek

  • γαλεοειδῆ — γαλεοειδής of the shark kind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γαλεοειδής of the shark kind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γαλεοειδής of the shark kind masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεοειδεῖς — γαλεοειδής of the shark kind masc/fem acc pl γαλεοειδής of the shark kind masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεοειδῶν — γαλεοειδής of the shark kind masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεώδης — (galeodes). Αραχνοειδές της οικογένειας των ηλιοφύγων. Οι γ. είναι ψευδοσκορπιοί, διαδεδομένοι σε θερμές και άνυδρες περιοχές. Τα γνωστότερα είδη είναι ο γ. ο ελληνικός και ο γ. ο αραχνοειδής. Και τα δύο είναι κιτρινόξανθα έντομα με πυκνές και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»